νεραϊδοπαίρνω

νεραϊδοπαίρνω
1. παίρνω τον νου κάποιου σαν να είμαι νεράιδα, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του
2. συναρπάζω, γοητεύω, σαγηνεύω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) νεραϊδοπαρμένος, -η, -ο
αυτός που οι νεράιδες τού πήραν τον νου και περιφέρεται σε κατάσταση νοσηρής ονειροφαντασίας και αλλοπαρμένος σε δάση και σε έρημους τόπους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεραϊδοπαρμένος — η, ο βλ. νεραϊδοπαίρνω …   Dictionary of Greek

  • νεραϊδόπαρμα — το [νεραϊδοπαίρνω] (λαογρ.) τρέλα που οφείλεται στη δαιμονική επίδραση νεράιδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”