- νεραϊδοπαίρνω
- 1. παίρνω τον νου κάποιου σαν να είμαι νεράιδα, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του2. συναρπάζω, γοητεύω, σαγηνεύω3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) νεραϊδοπαρμένος, -η, -οαυτός που οι νεράιδες τού πήραν τον νου και περιφέρεται σε κατάσταση νοσηρής ονειροφαντασίας και αλλοπαρμένος σε δάση και σε έρημους τόπους.
Dictionary of Greek. 2013.